- Νικόπολις
- I
Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.).Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι Ηπειρώτες προτιμούσαν φυσικά οχυρά, με κάποιο υψόμετρο και με νερό, όπως η κοντινή θέση της αρχαίας Κασσώπης, κοντά στο Ζάλογγο· οι άποικοι πάλι των παραλίων του Ιονίου και του Αμβρακικού προτιμούσαν να ιδρύουν αποικίες σε ευλίμενες ακτές ή σε εκβολές ποταμών, που διευκόλυναν τη συγκοινωνία και το εμπόριο: τέτοιες ήταν οι θέσεις, π.χ. του Ανακτορίου και της Αμβρακίας. Εξάλλου τον έλεγχο του στομίου του Αμβρακικού κόλπου εξασφάλιζε το Άκτιον στην ακαρνανική ακτή, ενώ η Πρέβεζα είναι σχετικά νεώτερη: για πρώτη φορά αναφέρεται στο Χρονικόν του Μωρέως, έτος 1292 μ.Χ. Ο λαιμός της χερσονήσου της Πρέβεζας, περιοχή πεδινή, με δύο πηγές, λιγοστό και ακατάλληλο νερό, δεν είχε κανένα από τα προσόντα της αρχαίας ελληνικής ακρόπολης. Μόνο ένας παντοδύναμος κύριος της γης και του πελάγους, όπως έγινε ο νικητής της ναυμαχίας του Ακτίου Οκταβιανός, ο μετέπειτα Αύγουστος, μπορούσε να διαλέξει την ομαλή άπλα του λαιμού, να την προστατεύσει με τεχνητή οχύρωση, να φέρει το νερό από απόσταση δεκάδων χιλιομέτρων και να χρησιμοποιήσει όπως - όπως από τη μια τον ανοιχτό αμμουδερό όρμο προς το Ιόνιο και από την άλλη τις ρηχάδες της λιμνοθάλασσας, το Μάζωμα, στον όρμο της Σαλαώρας.Η αιτία που οδήγησε τον Αύγουστο στην ίδρυση της Ν. δεν ήταν φυσικά το συνήθως λεγόμενο απλοϊκό «εις ανάμνησιν της νίκης»· τα πραγματικά αίτια ήταν κυρίως πολιτικά και στρατηγικά και προέκυπταν από την κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά τη νίκη του Οκταβιανού κατά του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας. Είχε προηγηθεί η ερήμωση της Ηπείρου από τον Αιμίλιο Παύλο, που κατάστρεψε 70 ηπειρωτικές πόλεις και οδήγησε 15.000 μάχιμους Ηπειρώτες στην αιχμαλωσία. Ήταν το πρώτο καταστροφικό εγχείρημα της ρωμαϊκής πολιτικής, για να εξουδετερώσει κάθε πιθανή αντίσταση. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, οι βόρειες ηπειρωτικές ακτές και τα λίγα λιμάνια της Ηπείρου, ψηλότερα στο στενό του Οτράντο, πήραν όση ζωή τους έδινε η κίνηση προς τη Ρώμη. Αλλά τώρα ο Ρωμαίος αυτοκράτορας, κύριος όλης της Ελλάδας και ολόκληρης σχεδόν της ανατολικής Μεσογείου, ήθελε ισχυρότερα και περισσότερο προχωρημένα στηρίγματα της ανατολικής πολιτικής του. Γι’ αυτό ενίσχυσε και οργάνωσε στην είσοδο του Κορινθιακού την Πάτρα, στην οποία συνοικίστηκαν οι κάτοικοι των αρχαϊκών πόλεων, και ίδρυσε στην είσοδο του Αμβρακικού τη N., συγκεντρώνοντας στο νέο συνοικισμό τους κατοίκους πόλεων της Ηπείρου, της Ακαρνανίας, ακόμα και της αιτωλικής Καλυδώνας. Και στις δύο πόλεις οι Ρωμαίοι έδωσαν προνόμια. Η Πάτρα ήταν civitas libera, ελεύθερη πόλη, είχε δηλαδή αυτονομία και αυτοδιοίκηση (Παυσανίας, VII, 18,7)· έγινε επίσης colonia, δέχτηκε δηλαδή Ρωμαίους αποίκους (Στράβων 88, 7,5). Η Ν. αντίθετα φαίνεται πως από την ίδρυση ως την καταστροφή της κράτησε έντονα ελληνικό χαρακτήρα, αν και με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία τονιζόταν πως είναι ίδρυμα του Αυγούστου.Ιστορία. Διάφορες πληροφορίες και ανέκδοτα αναφέρονται στις συνθήκες ίδρυσης της Ν. Ο στόλος του Οκταβιανού, ερχόμενος από τη Δύση, ξεκίνησε από ορμητήριο των βορειότερων ηπειρωτικών παραλίων, ενώ οι ενωμένοι στόλοι του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας είχαν ορμητήριο το Άκτιον. Πριν από τη σύγκρουση, ο Οκταβιανός στρατοπέδευσε στο ύψωμα, που τώρα λέγεται Μιχαλίτσι, από όπου μπορούσε να εποπτεύσει και το Ιόνιο και τον Αμβρακικό, οχύρωσε το στρατόπεδο του και το συνέδεσε με τον έξω λιμένα με «μακρά τείχη». Ένας χωρικός που πέρασε τότε από το στρατόπεδο με το γάιδαρο του είπε στον Οκταβιανό όταν τον ρώτησε, ότι αυτόν τον λένε Ευτύχιο και τον γάιδαρό του Νίκωνα. Περιχαρής ο Ρωμαίος ερμήνευσε τη σύμπτωση ως καλό οιωνό για την αναμενόμενη σύγκρουση και μετά τη νίκη του στη θέση του στρατοπέδου ίδρυσε υπαίθριο ιερό του Ποσειδώνα, του Άρη και του προστάτη του Απόλλωνα και ανέθεσε εκεί τα έμβολα των πλοίων του νικημένου αντιπάλου, αλλά επίσης και γλυπτό σύμπλεγμα του Ευτυχίου με τον Νίκωνα. Από το ύψωμα όπου βρισκόταν το ιερό, άρχιζε το αφιερωμένο στον Απόλλωνα τέμενος, το οποίο απλωνόταν στο «Προάστειον» έξω από την οχυρωμένη πόλη, στην οποία ο Αύγουστος συγκέντρωσε τον πληθυσμό από τις γύρω ηπειρωτικές και ακαρνανικές πόλεις: Αμβρακία, Ανακτόριον, Θύριον, Αμφιλοχικόν Άργος, αλλά και από τη Λευκάδα και τη μακρινή Καλυδώνα της Αιτωλίας. Οι πρώτες πέντε αναφέρονται σε σχετικό επίγραμμα του Αντίπατρου, την Καλυδώνα την προσθέτει ο Παυσανίας (VII, 18, 8). Πότε ακριβώς άρχισε ο συνοικισμός δεν είναι γνωστό· λίγα χρόνια όμως μετά την ίδρυση, ο Στράβων (7, 325) γράφει πως η πόλη «εύανδρεί και λαμβάνει καθ’ ήμέραν έπίδοσιν, χώραν τε εχουσα πολλήν και τον εκ των λαφύρων κόσμον...»Για την πολιτειακή οργάνωση και εξέλιξη της Ν. δεν ξέρουμε πολλά πράγματα. Ο Πλίνιος (Naturalis Historia, 4, 2, 1), πενήντα περίπου χρόνια μετά την ίδρυσή της, λέει πως ήταν civitas libera, είχε δηλαδή κι αυτή, όπως η Πάτρα, αυτονομία και αυτοδιοίκηση, αλλά την «ελευθερία» των Νικοπολιτών ειρωνεύεται ο Aρριανός. Στο Αμφικτιονικό Συνέδριο η Ν. είχε έξι ψήφους, εικάζεται όμως ότι και αυτοί στην ουσία ήταν ψήφοι του Αυγούστου. Γύρω στο 20 π.Χ., η Ν. γίνεται κατά ένα τρόπο πρωτεύουσα της Ηπείρου και της Ακαρνανίας, σε νομίσματα της αποκαλείται «ιερά» και «άσυλος», ενώ η συρροή Ρωμαίων, Ιουδαίων κ.ά. της δίνει κοσμοπολίτικο χαρακτήρα.Μετά τους χρόνους του Αυγούστου, η Ν. ακούγεται σπανιότερα - γύρω στο 17 μ.Χ. την επισκέπτεται ή την παραπλέει ο Γερμανικός, όταν γίνεται ύπατος· ίσως γύρω στο 63 μ.Χ. αποφασίζει να διαχειμάσει εκεί ο απόστολος Παύλος, όπως γράφει προς τον Τίτο (κεφ. Γ’, 12). Κατά το 94 μ.Χ., όταν ο Δομιτιανός έδιωξε από τη Ρώμη τους φιλόσοφους, ο μαθητής του στωικού φιλόσοφου Μουσωνίου, Επίκτητος, καταφεύγει στη N., όπου ιδρύει σχολή με πολλούς μαθητές - μεταξύ των οποίων και ο Φλάβιος, ο Αρριανός κ.ά. Κατά τον 2o μ.Χ. αι. αναφέρουν την πόλη ο Πτολεμαίος και ο Δίων ο Κάσσιος. Στον επόμενο αιώνα αναφέρεται πάλι σχετικά με τις βιβλικές έρευνες του Ωριγένη· είναι ακόμα «ελεύθερη πόλη» και κόβει νομίσματα. Κατά το 267 φαίνεται πως δέχτηκε την επίθεση των Γότθων, που έφευγαν διωγμένοι από την Αθήνα προς την Ιλλυρία, κρατά πάντως τα πρωτεία στην Ήπειρο και ως το τέλος του 3ου αι., όταν ο Διοκλητιανός (285 - 305) την όρισε πρωτεύουσα της Παλαιάς Ηπείρου (Ήπειρος, Ακαρνανία, Κέρκυρα, Ιθάκη κ.ά.). Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου η Ν. είναι πάλι πρωτεύουσα της επαρχίας Αχαΐας (ή Ελλάδας), ενώ ο Ιουλιανός (361 - 363) την ευνοεί ως κέντρο αρχαίας λατρείας. Αλλά η πόλη και τα μνημεία της θα έπαθαν καταστροφή κατά τον μεγάλο σεισμό του 373 και βέβαια κατά τις επιδρομές των Γότθων και των Βανδάλων, οι οποίοι μάλιστα την κατέλαβαν την εποχή του Ζήνωνα, κατά το 475. Στο τέλος του 5ου αι. ο λεξικογράφος Στέφανος ο Βυζάντιος σημειώνει απλώς: «Νικόπολις, πόλις Ηπείρου». Οι επιδρομές όμως αναγκάζουν τον Ιουστινιανό να ανανεώσει την οχύρωση της πόλης (περίπου το 540 μ.Χ.): τα βυζαντινά αυτά τείχη, από τα καλύτερα σήμερα διατηρημένα της εποχής τους και από τα πιο εντυπωσιακά λείψανα του ερειπιώνα της Ν. δε θα σώσουν πάντως την πόλη και από νέα λεηλασία των Γότθων του Τωτίλα (551 μ.Χ.), η oποία, κατά μία άποψη, αποτέλεσε και το τελευταίο χτύπημα. Στο εξής η Ν. θα αναφέρεται με τόση ασάφεια, ώστε δε θα είναι πάντα δυνατό να φανεί αν νοείται η πόλη που ανήκει στην ιστορία ή το θέμα της Ν. ή η μητρόπολη της Ν. (Ναυπάκτου) ή η Πρέβεζα.Με τον Κυριακό από την Ανκόνα (1436) αρχίζει η μνεία της Ν. ως αρχαιολογικού τόπου. Αλλά πρώτος (και τελευταίος από τους περιηγητές πριν από την απελευθέρωση της Ηπείρου) ο Άγγλος συνταγματάρχης Ου. Μ. Ληκ θα περιγράψει και θα σχεδιάσει τα μνημεία του απέραντου ερειπιώνα, από τον οποίο πέρασε στις 24 Ιουνίου 1905 (Travels in Northern Greece, I Λονδίνο 1835, σ. 185 κ. ε. επανέκδοση, Άμστερνταμ 1967).Αρχαιολογία-μνημεία. Οι ιστορικές πηγές μας πληροφορούν ότι ο Αύγουστος συγκέντρωσε στη νέα πόλη αγάλματα από τις αιτωλικές και ακαρνανικές πόλεις· και ότι έχτισε και μνημεία. Αναφέρονται ρητά το τέμενος του Απόλλωνα στο Προάστειον, με το ιερό (Ποσειδώνα, Άρη, Απόλλωνα) στο ύψωμα, όπου στήθηκαν τα λάφυρα και τα έμβολα, άγαλμα του Απόλλωνα στο ύπαιθρο και το χάλκινο σύμπλεγμα Ευτυχίου και Νίκωνα. Στο ίδιο ιερό τέμενος αναφέρεται επίσης το άλσος, όπου βρίσκονται το γυμνάσιο και το στάδιο για τους πεντετηρικούς αγώνες, τα Άκτια. Πότε ακριβώς έγινε το κάθε ένα δεν είναι βέβαιο. Τα αναφέρουν λίγα - λίγα και όχι όλα με τη σειρά, συγγραφείς όπως ο Στράβων (περίπου το 27 π.Χ.), ο Σουητώνιος, ο Πλούταρχος, ο Δίων ο Κάσσιος (περίπου το 220 μ.Χ.), ώστε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι όσα αναφέρθηκαν άρχισαν να γίνονται αμέσως μετά τη νίκη του Αυγούστου και είχαν τελειώσει μέσα στους δύο πρώτους αιώνες της ζωής της πόλης. Ακριβέστερη χρονολόγηση μόνο ανασκαφικά ευρήματα θα μπορούσαν να στηρίξουν.Προανασκαφικές έρευνες από τον καιρό του Ληκ και μετά ξεχώρισαν και διαφώτισαν κάπως τα ρωμαϊκά μνημεία του ερειπιώνα της Ν. Αυτά είναι κυρίως: ο μέγας περίβολος των ρωμαϊκών τειχών και ο μικρότερος των βυζαντινών, με πύλες, πύργους κλπ.· το θέατρο και το ωδείο, που έχει αποκαλυφθεί και χρησιμοποιείται το καλοκαίρι για παραστάσεις· το στάδιο· το γυμνάσιο· τα επιβλητικά λείψανα του υδραγωγείου· διάφορα άλλα κτίρια, όπως ρωμαϊκά λουτρά ή νεώτερα βυζαντινά κτίσματα.Η ανασκαφική έρευνα της Ν. άρχισε αμέσως σχεδόν μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου και αναστηλωτικές εργασίες συνεχίζονται ως σήμερα. Στη θέση του ιερού του Απόλλωνα βρέθηκαν τμήματα μεγαλογράμματης λατινικής αναθηματικής επιγραφής (όχι όμως ο Ευτύχιος και ο Νίκων, τους οποίους μετέφεραν οι Βυζαντινοί στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης), ερευνήθηκαν τάφοι στα δύο νεκροταφεία της πόλης και δημοσιεύτηκαν ποικίλα κινητά ευρήματα. Σημαντικές έρευνες έγιναν στη νομισματοκοπία και στην προσωπογραφία της ρωμαϊκής Ν. Τα θαυμάσια νομίσματα της, στα οποία εικονίζονται ελληνικοί θεοί και σκηνές σχετικές με τη ναυμαχία του Άκτιου, δίνουν μια ιδέα της σημασίας της. Οι επιγραφές των νομισμάτων μνημονεύουν τον ιδρυτή της πόλης («Αύγουστος κτίστης», «Σεβαστού κτίσμα»), την ιερότητα της («Νικόπολις ιερά», «Ιεράς Νικοπόλεως»), τους αγώνες προς τιμήν του Ακτίου Απόλλωνα (Άκτια) κ.ά. Ο ελληνικός χαρακτήρας της Ν. φαίνεται πιο πολύ στις επιγραφές της: από περίπου 200 Νικοπολίτες, που έχουν θησαυριστεί από επιτύμβιες κυρίως επιγραφές, μόνο 35 έχουν τα τρία - χαρακτηριστικά των Ρωμαίων πολιτών - nomina, δηλαδή praenomen, gentilicium και cognomen, κι απ’ αυτούς πάλι οι 24 φέρουν cognomen ελληνικό, στοιχείο ενδεικτικό της ελληνικής καταγωγής τους· όλοι οι άλλοι είναι Έλληνες.Η ακμή της Ν. κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους προκύπτει κυρίως από τα μνημεία που έχουν μέχρι σήμερα ανασκαφεί: τέσσερις βασιλικές, επισκοπικό μέγαρο, έπαυλη και άλλα.Βασιλική του Αλκίσωνα. Είναι η πρώτη από τις βασιλικές και ονομάζεται έτσι από το όνομα του ιδρυτή της, γνωστού επισκόπου της Ν. επί αυτοκράτορα Αναστασίου A’ (491-518), που μας το δίνει επιγραφή σε ψηφιδωτό δάπεδο διαμερίσματος προς τα δεξιά του ναού. Κατέχει κεντρική θέση στο χώρο της χριστιανικής Ν. και πιθανά ήταν η μητροπολιτική εκκλησία της. Χρονολογείται στα τέλη του 4ου ή αρχές 5ου αιώνα· άλλη άποψη τη χρονολογεί στον 6o αι. και αποδίδει στον Αλκίσωνα όχι μόνο μέρη, αλλά και στο σύνολο της βασιλικής (Αρχαιολογικόν Δελτίον, 22, 1967, σ. 18 κ.ε.). Μεγάλη (μήκος περίπου 80 μ.) πεντάκλιτη βασιλική, έχει ευρύ εγκάρσιο κλίτος, όπου διαμορφώνονται τα παστοφόρια, δεξιά και αριστερά από το άγιο βήμα, με το οποίο επικοινωνούν με τρίβηλο άνοιγμα. Ο νάρθηκας απλώνεται και πέρα από το ναό. Διαμερίσματα, που επικοινωνούν με τρίβηλα ανοίγματα, χρησίμευαν πιθανά για τους προσκλαίοντες ή προσπίπτοντες, οι oποίες εκδήλωναν έτσι δημόσια μετάνοια για βαριά αμαρτήματα. Ο κεντρικός χώρος του νάρθηκα, που είναι μεγαλύτερος, προοριζόταν για τους κατηχούμενους και διατηρεί λείψανα τετρακιονίου. Το αίθριο στην ανατολική πλευρά του έχει λουτήρες και ιδιόρρυθμη φιάλη, δηλαδή κτιστή υδαταποθήκη, από την οποία το νερό περνούσε με κρουνούς στους λουτήρες και σε λεκάνες, μία από τις οποίες σώζεται στη θέση της. Εδώ γίνονταν ιαματικές λούσεις και αγιασμοί. Δεξιά από το νάρθηκα και το αίθριο έχει αποκαλυφτεί μέρος διαμερίσματος με περιστύλιο : παλιότερα το έλεγαν παρεκκλήσιο του Αλκίσωνα· τώρα ερμηνεύεται ως το διακονικό, από το οποΐο ξεκινούσε η είσοδος του Ευαγγελίου. Το όλο συγκρότημα περιβαλλόταν από στοά, μέρος της οποίας έχει αποκαλυφτεί στα Δ του αίθριου.Βασιλική του Δουμέτιου. Ονομάστηκε και αυτή από το όνομα του ιδρυτή της αρχιεπισκόπου Ν. Δουμέτιου A’ και του ομώνυμου διαδόχου του και συνεχιστή της διακόσμησης του ναού Δουμέτιου B’. Τα ονόματα και των δύο επισκόπων υπάρχουν σε επιγραφές ψηφιδωτών. Χτίστηκε στον 5o αι. και είναι αφιερωμένη στον άγιο Δημήτριο. Είναι τρίκλιτη ελληνιστική βασιλική, με εγκάρσιο κλίτος που εξέχει πολύ σε σχήμα Τ και χωρίζεται σε τρία μέρη, με μεγάλα τοξωτά ανοίγματα. Το ιερό βήμα των βασιλικών της Ν. είχε γύρω στην αγία τράπεζα σύνθρονο σε ορθογωνικό σχήμα, όπως οι βασιλικές των Θεσσαλικών Θηβών στη Νέα Αγχίαλο. Ο νάρθηκας εξέχει ασύμμετρα. Αριστερά διαμορφώνεται τετράγωνο περίπου βαπτιστήριο και δεξιά μακρύ σκευοφυλάκιο. Στο περίστυλο αίθριο οδηγεί πρόπυλο. Το ολικό μήκος του ναού είναι περίπου 56 μ.Η βασιλική του Δουμέτιου είναι περίφημη προπάντων για τα ψηφιδωτά δάπεδά της, που είναι από τα σπουδαιότερα παλαιοχριστιανικά. Βόρεια της αψίδας, στον κεντρικό πίνακα, (περίπου 3 x 2,35 μ.) εικονίζεται κήπος με έξι κυπαρίσσια, μια μηλιά, μια ροδιά, μια αχλαδιά, άνθη, δυο χήνες και πέρδικες στο έδαφος, πουλιά στα κλαδιά των δέντρων και στον αέρα και από κάτω επιγραφή. Ολόκληρος ο πίνακας και η επιγραφή περιβάλλονται από ζώνες με διάφορα κοσμήματα. Από μέσα προς τα έξω είναι αστράγαλος και σπειρομαίανδρος. Ακολουθεί πλατύτερη ζώνη με πλοχμό που σχηματίζει κύκλους και σε κάθε κύκλο υπάρχει ένα ωδικό πουλί με ταινία στο λαιμό του. Όλα αυτά τα περιβάλλει ακόμα πλατύτερη ζώνη, όπου εικονίζεται ο ωκεανός με ψάρια κάθε είδους και μεγέθους, ενώ ψαράδες γυμνοί ψαρεύουν και παιδιά καμακίζουν ψάρια. Πουλιά, υδρόβια φυτά, σουπιές και χταπόδια προσθέτουν τον χρωματικό πλούτο τους. Η όλη σύνθεση συμπληρώνεται με μια ακόμη ζώνη με σύνθετο μαίανδρο και απλό εξωτερικό πλαίσιο. Επιγραφή κάτω από τον κεντρικό πίνακα, σε τέσσερις δακτυλικούς εξάμετρους στίχους, λέει σε αρχαϊκό ύφος πως «αυτό είναι ο θαυμάσιος απέραντος ωκεανός, που έχει στη μέση τη Γη. Κτίσμα του μεγαθύμου αρχιερέως Δουμέτιου». Νότια της αψίδας, στον πίνακα του κέντρου (2,22 x 2,40 μ.), εικονίζονται δύο γενειοφόροι πολεμιστές με ένα δέντρο ανάμεσά τους κι ένα θηρίο στο έδαφος. Η παράσταση διανθίζεται με λουλούδια στο έδαφος και στα πλευρά. Μεγάλα τμήματα του πίνακα είναι φθαρμένα, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της επιγραφής, από την οποία θα μαθαίναμε ποιοι εικονίζονται. Ο πίνακας περιβάλλεται από ζώνη με 16 ανθοφόρους κύκλους, σε κάθε έναν από τους οποίους εικονίζεται ένας κυνηγός ή θηρίο που το δορατίζει ο κυνηγός: αρκούδα, ύαινα, κάπρος, ελάφι κ.ά. Ένας κυνηγός χτυπάει με μαχαίρι πετεινό. Στην επόμενη ζώνη υπάρχει εικόνα ωκεανού. Εικονίζεται επίσης κυνηγός (γράφεται και το όνομά του: O-φελλύρας) που πάει να πιάσει ένα πουλί και ακόμα ένας ψαράς (Ερμής) που πιάνει στο δίχτυ του ένα μεγάλο ψάρι. Η όλη σύνθεση περιβάλλεται με ζώνη μαιάνδρου. Στρωμένα με ψηφιδωτά είναι επίσης τα δάπεδα στα κλίτη του ναού: εικονίζονται, σε συμπλεκόμενους κύκλους, κατά διάχωρα, μήλα, σταφύλια, παγώνια και διάφορα άλλα πουλιά, ψάρια, ζώα, αμφορείς, κλήματα με σταφύλια που τα ραμφίζουν πουλιά κ.ά. Επιγραφή σε πέντε στίχους, καθώς περνάμε από τον νάρθηκα στο κεντρικό κλίτος, μιλάει πάλι για τον Δουμέτιο. Πουλιά, διάφορα ζώα, άνθη και καρποί εικονίζονται επίσης στο νάρθηκα, σε κύκλους και τετράγωνα. Αξιόλογη είναι και η ψηφιδωτή διακόσμηση του δαπέδου του σκευοφυλακίου. Αμέσως μετά το κατώφλι υπάρχει και άλλη επιγραφή που μνημονεύει τον Δουμέτιο, αλλά στην αψίδα κυρίως διατηρείται θαυμάσια η ψηφιδωτή σύνθεση: εννιά παγώνια, σαν ριπίδιο στη σειρά, κάτω από αψίδες, και στη μέση αμφορέας με άμπελο, της οποίας τα σταφύλια ραμφίζουν διάφορα πουλιά.Επισκοπικό μέγαρο. Με τη βασιλική του Δουμετίου συνεχίζεται στα Δ το λεγόμενο επισκοπικό μέγαρο ή βασιλόσπιτο, μεγάλο ρωμαϊκό οικοδόμημα με κεντρική υπαίθρια αυλή (περίπου 18x23,50 μ.) και γύρω στοές σε όλες τις πλευρές. Στην αρχική τους θέση διατηρούνται ο στυλοβάτης και μερικές βάσεις. Το δάπεδο των στοών έφερε ψηφιδωτά – που επισκευάστηκαν κατά τους χριστιανικούς χρόνους, οπότε προστέθηκαν σταυροί και επιγραφές – γεγονός που κάνει πιθανή την υπόθεση ότι το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως επισκοπικό μέγαρο. Με τα σωζόμενα στοιχεία είναι δυνατή η αναπαράσταση του ιωνικού περιστυλίου ως τα γείσα. Από τις στοές περνούσε κανείς στους γύρω χώρους είτε από απλές θύρες είτε από τρίβηλα. Στα δάπεδα υπήρχαν ψηφιδωτά. Ένας από τους χώρους είχε κάτω υπόκαυστο. Η νότια πλευρά του κτιρίου ήταν ασφαλώς διώροφη. Στη νοτιοδυτική γωνία σώζεται μέρος κλίμακας και ο όροφος είχε προς την αυλή στοά, της οποίας οι κίονες είχαν σπειροειδείς ραβδώσεις.Βασιλική Γ’. Μικρότερη από τις προηγούμενες, τρίκλιτη, δεν είχε αίθριο. Δεξιά του νάρθηκα ήταν το σκευοφυλάκιο και αριστερά κλιμακοστάσιο. Στο ιερό Βήμα ήταν διαμορφωμένο ημικυκλικό συνινιανό. Η βασιλική Γ’ανασκάφτηκε το 1937 κοντά στη βόρεια πλευρά του τείχους, αφανίστηκε όμως σχεδόν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.Βασιλική Δ’. Βρέθηκε έξω από τα τείχη στα Ν και δεν έχει ανασκαφεί εντελώς. Τρίκλιτη, έχει ημικυκλική κόγχη με τρεις αντηρίδες εξωτερικά και πτερύγια, που εξέχουν δεξιά και αριστερά της σολέας, ενώ το τέμπλο λείπει εντελώς: μπροστά από αυτό βεβαιώθηκε το συνηθισμενο στις βασιλικές της Ν. τετρακιόνιο. Μπροστά από την κόγχη του ιερού το δάπεδο ήταν στρωμένο με πολύχρωμα μαρμάρινα πλακίδια. Μέρος ομοίου δαπέδου βεβαιώθηκε και στη νοτιοανατολική γωνία του μεσαίου κλίτους. Τα πτερύγια είχαν δάπεδα στρωμένα με ακανόνιστα ποικιλόχρωμα μαρμαράκια (opus signinum). Μεταξύ των πτερυγίων και των αντίστοιχων ακραίων κλιτών διαπιστώθηκε δίβηλο. Από τις κοιονοστοιχίες, που χωρίζουν τα κλίτη, διατηρούνται βάσεις, «κατά χώραν», της βόρειας, ενώ της νότιας και ο στυλοβάτης ακόμα έχει λιθολογηθεί. Από το περίθυρο της βασιλείου πύλης βρέθηκαν μαρμάρινα τεμάχια με θαυμάσια ανάγλυφη διακόσμηση. Ο νάρθηκας έφερε ψηφιδωτό δάπεδο, πολύ φθαρμένο τώρα: στη μέση ήταν διατεμνόμενοι κύκλοι με μικρούς σταυρούς και γύρω παρυφή με δίεδρες γωνίες εναλλάξ φωτεινές και σκιερές. Τα άκρα της δυτικής πλευράς σώζουν κομβωτούς κύκλους, που εγγράφονται σε τετράγωνο. Στη μέση περίπου της δυτικής πλευράς, μπροστά στη βασίλεια πύλη, διατηρούνται πέντε τετράγωνοι ψηφιδωτοί πίνακες: οι δύο ακραίοι έχουν σύνθετους μαιάνδρους, οι τρεις μεσαίοι αντωτά πτηνά (παγώνια ή περιστέρια) έτοιμα να ραμφίσουν καρπό ή κάλυκα άνθους. Στη μέση του νάρθηκα διατηρείται μόνο κατά ένα μέρος στεφάνη από φύλλα, πολύχρωμα άνθη και καρπούς. Από τα κινητά ευρήματα της βασιλικής Δ’, αξιοσημείωτα είναι θωράκια διάτρητα με ανάγλυφη διακόσμηση.Έπαυλη. Σε απόσταση περίπου 500 μ. Α της βασιλικής Δ, στη θέση Φτελιά, επισημάνθηκε και αποκαλύφθηκε κατά ένα μέρος έπαυλη, όπου βεβαιώθηκαν ένα μεγάλο (περίπου 10 x 12 μ.) αψιδωτό και άλλα τέσσερα δωμάτια σε παράταξη, που αποτελούν τη νότια πλευρά του κτιρίου, ολικού μήκους 35,60 μ. Όλοι οι χώροι, εκτός του προθάλαμου της αψιδωτής αίθουσας, είχαν ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρικά σχήματα. Η έπαυλη χτίστηκε κατά τον 5o αι., μετά τη λεηλασία της Ν. από τους Γότθους του Αλάριχου (395-396), και χρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό από κτίρια που καταστράφηκαν τότε.Οι μεγάλες ώρες της Ν. και η μνημειακή ιστορία της φαίνεται πως τελειώνουν με τον Ιουστινιανό: τα ιουστινιάνεια τείχη είναι το τελευταίο, σύμφωνα με τα ως αυτήν τη στιγμή δεδομένα, αξιοθαύμαστο μνημείο της ηπειρωτικής πόλης.
Τα τείχη του Ιουστινιανού, που δεν έσωσαν όμως τη Νικόπολη από τους Γότθους του Τωτίλα (551), είναι ένα από τα πιο αξιοθαύμαστα μνημεία της πόλης που ίδρυσε ο Οκταβιανός και διατηρούνται σε σχετικά καλή κατάσταση. Τοξωτή κατασκευή στηρίζει κατά διαστήματα κλίμακες (δεξιά και αριστερά), από τις οποίες ανέβαιναν οι υπερασπιστές των τειχών στις επάλξεις. Χαρακτηριστική είναι η ιουστινιάνεια τοιχοδομία: ζώνες με τούβλα και ζώνες με πέτρες επάλληλες.
Κάτοψη, κατά Γ. Σωτηρίου, της βασιλικής του Αλκίσονα.
Σχεδιάγραμμα της περιοχής της Νικόπολης, κατά τον W.M. Leake: Α – Παλαιόκαστρο? Β – θέατρο? Γ – ωδείο? 1 – πηγές νερού? 2 – μητρόπολη? 3 – μεγάλη πύλη? 4 – ανάκτορο? 5 – ισχυρός τοίχος? 6 – θέρμες. Παλαιόκαστρο είναι ο περίβολος των τειχών? μητρόπολη, κατά τον Leake, είναι η ανεσκαμμένη βασιλική του Δουμέτιου με τα προσκτίσματά της.
Κάτοψη, κατά Γ. Σωτηρίου, της βασιλικής του Δουμέτιου.
«Ο Φελλύρας», ψηφιδωτό παλαιοχριστιανικής τέχνης από την αρχαία Νικόπολη της Ηπείρου.
Ψηφιδωτό από τη βασιλική του Δουμέτιου, δείγμα εξαίρετης παλαιοχριστιανικής τέχνης. Τα ψηφιδωτά αυτά της Νικόπολης διακρίνονται για τον πλούτο των θεμάτων και των χρωμάτων τους και την αρτιότητα της κατασκευής τους.
«Πολεμιστής», λεπτομέρεια ψηφιδωτού του 5ου αι., το οποίο βρέθηκε στη βασιλική του Δουμέτιου στην αρχαία Νικόπολη της Ηπείρου και θεωρείται από τα χαρακτηριστικότερα του είδους.
Κάτοψη, κατά Α. Ορλάνδο, της βασιλικής Δ’.
Άποψη από το αίθριο της αναστηλωμένης βασιλείου πύλης της βασιλικής του Αλκίσονα στη Νικόπολη, που χρονολογείται στην περίοδο της αρχιερατείας του Αλκίσονα (τέλη 5ου ή αρχές 6ου αι.).
Πλαίσιο παλαιοχριστιανικού ψηφιδωτού από τη βασιλική του Δουμέτιου.
Άποψη του υδραγωγείου της αρχαίας Νικόπολης της Ηπείρου.
Ερείπια του ρωμαϊκού θεάτρου της Νικόπολης. Για το κοίλο του που φαίνεται εδώ, χρησιμοποιήθηκε η φυσική κλίση του εδάφους, αλλά το ημικύκλιο, στα άκρα κυρίως, συμπληρώθηκε με μια τεράστια κατασκευή, της οποίας σώζονται εντυπωσιακά ερείπια, όπως επίσης και της σκηνής.
Μερική άποψη του θεάτρου της αρχαίας Νικόπολης της Ηπείρου.
Χάρτης της περιοχής της ναυμαχίας του Ακτίου και των πόλεων που κυρίως συνοικίστηκαν στη Νικόπολη: Αμβρακία, Θύριον, Αμφιλοχικόν, Άργος, Λευκάδα? ο Παυσανίας περιλαμβάνει και την Καλυδώνα.
Άποψη από το Άκτιο του θαλάσσιου χώρου της περίφημης ναυμαχίας (31 π.Χ.), με τη Λευκάδα στο βάθος.
IIΧάρτης της περιοχής της ναυμαχίας του Ακτίου και των πόλεων που κυρίως συνοικίστηκαν στη Νικόπολη: Αμβρακία, Θύριον, Αμφιλοχικόν, Άργος, Λευκάδα? ο Παυσανίας περιλαμβάνει και την Καλυδώνα.
Ονομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων.1. Ν. η προς Ίστρον Πόλη. Πόλη της Θράκης, κατά την αρχαιότητα, στην Κάτω Μοισία, στις υπώρειες του Αίμου. Ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117 μ.Χ.), σε ανάμνηση των νικηφόρων πολέμων του εναντίον των Δακών. Τα ερείπιά της σώζονται κοντά στη σημερινή κωμόπολη της Βουλγαρίας Νικιούπ, στα Β του Τύρναβου. Σώζονται επίσης και νομίσματα της των αυτοκρατορικών χρόνων, από τον Τραϊανό έως τον Γορδιανό, με την επιγραφή ΝΙΚΟΠΟΛΕΙΤΩΝ ΠΡΟΣ ΙΣΤΡΟΝ.2. Ν. η προς Νέστον. Πόλη της Θράκης κατά την αρχαιότητα, στον Νέστο ποταμό. Ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117 μ.Χ.). Κατά τον 6o αι. αναφέρεται από τον Ιεροκλή ως μία από τις 7 πόλεις της Ροδόπης. Πρόκειται για το σημερινό Νευροκόπι, όπως επιβεβαιώθηκε από επιγραφή που βρέθηκε στην περιοχή. Σώζονται επίσης νομίσματα των αυτοκρατορικών ρωμαϊκών χρόνων με την επιγραφή ΟΥΛΠΙΑΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΠΡΟΣ ΝΕΣΤΟ.3. Αρχαία πόλη του Πόντου, που βρισκόταν στα Ν της Κερασούντας. Η πόλη ταυτίζεται με τη σύγχρονη τούρκικη πόλη Καραχισάρ Σερκί, που σημαίνει Καραχισάρ ανατολικό. Η σύγχρονη πόλη είχε παλιότερα αρκετούς Έλληνες. Σήμερα κατοικείται μόνο από Τούρκους, γιατί κατά την περίοδο των διωγμών (1915-22) οι μεν Αρμένιοι σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους, οι δε Έλληνες, όσοι σώθηκαν, μετακινήθηκαν προς την Ελλάδα.4. Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας στα Α της πεδιάδας της Κιλικίας, στη μεθόριο της Συρίας. Ιδρύθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο μετά τη μάχη στην Ισσό (333 π.Χ.). Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στο χωριό Ισλαχιέ.
Dictionary of Greek. 2013.